- οὔσας
- οὔσᾱς , εἰμίsumpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)οὔσᾱς , εἰμίsumpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
League of Corinth — For the English amateur fotball league, see Corinthian League (football). Kingdom of Macedon after Philip s II death. The Corinthian League is shown in yellow. The League of Corinth, also sometimes referred to as Hellenic League (original name:… … Wikipedia
Dipaia — Di paia (griechisch Δίπαια, lateinisch Dipaea; Einwohner: Διπαιεύς, Plural: Διπαιεῖς) war eine antike griechische Stadt in Arkadien, in der Landschaft Mainalia, vielleicht direkt am Fluss Helisson oder im Gebirge Mainalios, auf alle Fälle in … Deutsch Wikipedia
GERYON sive GERYONES — GERYON, sive GERYONES Chrysaoris fil. Hesiod. Trium Hispanicarum insularum Rex priscus Belearidum viz duarum, et Ebusi, quae res locum fecit Poetarum fabulis, ut Geryonem tricorporeum fuisse dicerent Hunc Hercules interfecit, bovesque eius in… … Hofmann J. Lexicon universale
θνητοειδής — θνητοειδής, ές (Α) θνητός κατά τη φύση («τὰς χορδὰς θνητοειδεῑς οὔσας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + ειδής (< είδος)] … Dictionary of Greek
περιρρέω — ΝΜΑ 1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.) 2. παθ. περιρρέομαι περιβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.) αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
πολύχρηστος — ον, ΜΑ αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον η πολυχρηστία*. επίρρ... πολυχρήστως κατά πολύχρηστο τρόπο.… … Dictionary of Greek
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek
Ριγβέδα — Συλλογή θρησκευτικών, κυρίω,ς ύμνων, οι οποίοι εμφανίστηκαν στις άρειες φυλές την περίοδο της μετανάστευσής τους στην Ινδία. Οι ύμνοι αυτοί είναι γραμμένοι σε σανσκριτικές διαλέκτους. Η «Ρ.» είναι το πρώτο μνημείο της ινδικής λογοτεχνίας, το… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия